- αμεμψίμοιρος
- ος , ον терпеливый, выносливый, не жалующийся на судьбу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμεμψίμοιρος — ἀμεμψίμοιρος, ον (Α) [μεμψίμοιρος] αυτός που δεν μεμψιμοιρεί, δηλ. δεν μέμφεται τη μοίρα του, δεν παραπονιέται για την τύχη του, γενναιόκαρδος, καρτερικός … Dictionary of Greek
ἀμεμψίμοιρος — not complaining of one s lot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεμψίμοιρος — η, ο αυτός που δεν παραπονιέται για τη μοίρα του: Άνθρωπος αμεμψίμοιρος όπως ήταν, αντιμετώπιζε τις ατυχίες καρτερικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεμψίμοιρον — ἀμεμψίμοιρος not complaining of one s lot masc/fem acc sg ἀμεμψίμοιρος not complaining of one s lot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek